Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλιάστρα — η [ηλιάζω] βλ. λιάστρα … Dictionary of Greek
λιάστρα — και ηλιάστρα, η [λιάζω (III)] συσκευή που χρησιμεύει για την έκθεση καρπών και αποξήρανσή τους στον ήλιο, αλλ. λιασταριά … Dictionary of Greek